- στήτα
- ἁ, Α(δωρ. τ.) γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από εσφ. ανάγνωση και ερμηνεία τού χωρίου τής Ιλιάδας «διαστήτην ἐρίσαντε» ως «διὰ στήτην ἐρίσαντε», δηλ. «φιλονίκησαν εξαιτίας μιας γυναίκας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολαρίζω — [κολάρο] 1. βυθίζω σε διάλυμα αμύλου λινά ή βαμβακερά υφάσματα ή ενδύματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, γιακάδες κ.λπ. για να γίνουν σκληρά και στητά με το σιδέρωμα* 2. προσθέτω άμυλο σε κρασί για να γίνει διαυγές … Dictionary of Greek
ορθοκέρατος — η, ο (Α ὀρθοκέρατος, ον) αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρατος (< κέρας, ατος), πρβλ. οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek
ορθόκερως — ο, η (Α ὀρθόκερως, ωτος) αυτός που έχει όρθια, ίσα, στητά κέρατα («ὀρθόκερως βοῡς», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀρθόκερως φρίκη» φρίκη λόγω τής οποίας σηκώνονται οι τρίχες και στέκονται σαν κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
παλληκαρήσιος — και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος 2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»). επίρρ... παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια 1. με τρόπο που… … Dictionary of Greek
στητός — ή, ό, Ν [στήνω] 1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος 2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός 3. μτφ. καμαρωτός 4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό είδος παιχνιδιού. επίρρ... στητά κατά τρόπο στητό … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
τεύτλα — Ποώδη φυτά της οικογένειας των χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Υπάρχουν 3 διαφορετικές ποικιλίες με διαφορετική χρησιμότητα η καθεμιά: ζαχαρότευτλα, κτηνοτροφικά τ. και τ. που χρησιμοποιούνται για διατροφή των ανθρώπων ή κηπευτικά τεύτλα (παντζάρια … Dictionary of Greek
στῆθ' — στῆτε , ἵστημι make to stand aor imperat act 2nd pl στῆτε , ἵστημι make to stand aor subj act 2nd pl στῆται , ἵστημι make to stand aor subj mid 3rd sg στῆθι , ἵστημι make to stand aor imperat act 2nd sg στῆτε , ἵστημι make to stand aor ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῆτ' — στῆτε , ἵστημι make to stand aor imperat act 2nd pl στῆτε , ἵστημι make to stand aor subj act 2nd pl στῆται , ἵστημι make to stand aor subj mid 3rd sg στῆτε , ἵστημι make to stand aor ind act 2nd pl (homeric ionic) στῆτε , στάζω drop fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)